σφούς

σφούς
σφός
their
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλονώ — (AM κλονῶ, έω) [κλόνος] ταράζω, προκαλώ απώλεια σταθερότητας, κλονίζω* (α. «ψάμαθοι κύμασιν ριπαῖς τ ἀνέμων κλονέονται», Πίνδ. β. «πάθη κλονεῖν τὴν ψυχήν», Φίλ.) αρχ. 1. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση ή τρέπω σε φυγή («Ἕκτορα δ ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”